νίκημι

νίκημι
νῑκάω, νίκημι (νικᾷ; νικῶν, -ῶντος,. -ῶντι, -ῶντα), -ώντεσσιν; νικᾶν: impf. νίκη?: aor. ἐνίκασε, -αν; νικάσαις, -αντα); νικᾶσαι: pass. νικώμενοι: pf. νενίκανται.)
1 be victorious
a abs.

ὁ νικῶν δὲ λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν O. 1.97

τὶν δὲ κῦδος ἁβρὸν νικάσας ἀνέθηκε (formam def. Wil., 421̆{2}) O. 5.8

ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν O. 7.10

μιν Αἰγίνᾳ τε νικῶνθ' ἑξάκις O. 7.86

νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν O. 9.112

πύκτας δ' ἐν Ὀλυμπιάδι νικῶν O. 10.16

ἔνθα νικάσαις ἀνέφανε Κυράναν P. 9.73

ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα P. 11.16

ὀφείλει δ' ἔτι ἐν Πυθίοισι νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9

πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.53

βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε (νικῶντ Hermann, metr. gr.) N. 6.43

νικῶντί γε χάριν οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75

Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24

(χαλκὸν) Κλείτωρ καὶ Λυκαῖον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ, σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει (νικῶντι coni. Snell, cf. Σ.) N. 10.48 (φάμα)

ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν I. 4.25

ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9

νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Φυλακίδα νικῶντος I. 6.7

ἐνίκασαν οἵ fr. 12. met., ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα οὐ σθένος fr. 38.
b c. acc.
I be victorious in

χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον O. 4.22

πενταέθλῳ ἅμα σταδίου νικῶν δρόμον O. 13.30

πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97

II be victorious over

αὐτόν τέ νιν Ἑλλάδα νικάσαντα τέχνᾳ P. 12.6

ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δήποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων I. 8.65

pass., νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.
III win ὅτι Λάμπωνος υἱὸς Πυθέας εὐρυσθενὴς νίκη Νεμείοις παγκρατίου στέφανον (Heyne: νικῆ codd.; a verbo aeolico νίκημι, cf. Theocr. 6. 46, 7. 40: contra Bergk, probante Schr., “repetit poeta praeconis vocem: itaque et praes. temp. et dor. contr. retinet, qua alias non utitur”) N. 5.5
c met., pass., c. gen., (v. K. G., 1. 392, Anm. 8.), be overcome by, yield to the pressure of

τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι, ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.2


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νίκημι — (Α) βλ. νικώ …   Dictionary of Greek

  • νίκημι — νί̱κημι , νικάω conquer pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νικώ — και ανικώ, άω (ΑΜ νικῶ, άω, Α ιων. τ. νικέω, αιολ. δωρ. τ. νίκημι) 1. καταβάλλω κάποιον σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, βγαίνω νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή αγώνα υλικό, πνευματικό ή ηθικό 2. (γενικά) καθυποτάσσω, επιβάλλομαι (α. «κάλλει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”